παραμόνιμος

παραμόνιμος
-η, -ο / παραμόνιμος, -ον, ποιητ. τ. θηλ. παρμονίμα, ΝΜΑ [παραμένω]
σταθερός, διαρκής, μόνιμος
νεοελλ.
αυτός που παραμένει και μετά την άρση τής αιτίας που τόν προκάλεσε («παραμόνιμος μαγνητισμός» — παραμένων μαγνητισμός, μαγνητισμός που παραμένει σε ηλεκτρομαγνήτη και μετά τη διακοπή τού ηλεκτρικού ρεύματος)
αρχ.
(για δούλο) πιστός, αφοσιωμένος.
επίρρ...
παραμονίμως Α
εντελώς σταθερά, μόνιμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραμόνιμος — constant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονιμώτερον — παραμόνιμος constant masc acc comp sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc comp sg παραμόνιμος constant adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονιμώτατον — παραμόνιμος constant masc acc superl sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονίμως — παραμόνιμος constant adverbial παραμόνιμος constant masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμόνιμον — παραμόνιμος constant masc/fem acc sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονίμου — παραμόνιμος constant masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονίμους — παραμόνιμος constant masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονίμων — παραμόνιμος constant masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμόνιμα — παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμόνιμοι — παραμόνιμος constant masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”